πειρατικά

πειρατικά
πειρᾱτικά , πειρατικός
fit for piracy
neut nom/voc/acc pl
πειρᾱτικά̱ , πειρατικός
fit for piracy
fem nom/voc/acc dual
πειρᾱτικά̱ , πειρατικός
fit for piracy
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πειρατικός — ή, ό / πειρατικός, ή, όν, ΝΜΑ [πειρατής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πειρατεία ή στους πειρατές, ο κουρσάρικος («πειρατικά πλοία») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το πειρατικό το πλοίο τών πειρατών, κουρσάρικο 2. φρ. «πειρατικός σταθμός»… …   Dictionary of Greek

  • ληστήριον — λῃστήριον, δωρ. τ. λᾳστήριον, τὸ (Α) 1. συμμορία ληστών («ὁ Φοιβίδας ἐκπέμπων μὲν ληστήρια ἔφερε καὶ ἦγε τοὺς Θηβαίους», Ξεν.) 2. καταφύγιο, φωλιά ληστών («φασὶ δὲ τὸν παράπλουν τοῡ Κωρύκου πάντα λῃστήριον ὑπάρξαι τῶν Κωρυκαίων», Στράβ.) 3. στον… …   Dictionary of Greek

  • ληστικός — λῃστικός, ή, όν (Α) [ληστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ληστές ή στους πειρατές, ο κατάλληλος για ληστεία ή πειρατεία, πειρατικός («λῃστικόν ποτε πλοῑον ἔχων ἐλῄζετο τοὺς συμμάχους», Δημοσθ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λῃστική η ληστεία 3.… …   Dictionary of Greek

  • Γιαλούρης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, από τα Ψαρά. 1. Αναγνώστης. Σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια της καταστροφής των Ψαρών από τους Τούρκους. 2. Απόστολος. Αδελφός του προηγούμενου. Σκοτώθηκε το 1825 στο Νεόκαστρο. 3. Ιωάννης. Πήρε μέρος σε πολλές ναυτικές… …   Dictionary of Greek

  • Θηραίος — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από τη Σαντορίνη. 1. Αναγνώστης (Σαντορίνη 1770 – Ναύπλιο 1824). Ήταν έμπορος στην Κωνσταντινούπολη και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Σέκερη, ο οποίος του έδειξε απόλυτη εμπιστοσύνη. Τις παραμονές της… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ναυτικό Ελλάδος (Πειραιώς) — Το μεγαλύτερο Ναυτικό Μουσείο της χώρας ιδρύθηκε το 1949 και από το 1971 στεγάζεται σε ένα ιδιόμορφο κτίριο στο μυχό της Mαρίνας Ζέας στη Φρεαττύδα του Πειραιά. Ανήκει σε ένα κοινωφελές μη κερδοσκοπικό σωματείο και είναι νομικό πρόσωπο Iδιωτικού… …   Dictionary of Greek

  • Μπουμπουλίνα, Λασκαρίνα — (Κωνσταντινούπολη 1776 – Σπέτσες 1825). Αγωνίστρια του 1821. Ο πατέρας της, ο Σταυριανός Πινότσης, πέθανε στα δεσμωτήρια της Πύλης και, αργότερα, η χήρα μητέρα της παντρεύτηκε τον Σπετσιώτη πρόκριτο Δημήτριο Λαζάρ Ορλόφ. Η Λασκαρίνα μεγάλωσε στις …   Dictionary of Greek

  • Μπραντόμ, Πιερ ντε Μπουρντέιγ — (Pierre de Burdeill, Monsieur de Brandhomme, Μπραντόμ 1540; – 1614). Γάλλος αυλικός και ιστορικός. Η αγάπη του για την περιπέτεια και τον πόλεμο τον οδήγησε στην Ιταλία, στη Σκοτία (στην ακολουθία της Μαρίας Στούαρτ), στην Αγγλία, στην Αφρική,… …   Dictionary of Greek

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

  • πειρατικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην πειρατεία, ο κουρσάρικος: Πειρατικά πλοία, πειρατικές επιδρομές· μτφ. Πειρατικός ραδιοσταθμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”